τενόντων

τενόντων
τένων
sinew
masc gen pl
τενοντόω
cut through the neck
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
τενοντόω
cut through the neck
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η …   Dictionary of Greek

  • τενοντογραφία — η, Ν 1. περιγραφή τών τενόντων τού μυϊκού συστήματος, τενοντολογία 2. κλάδος τής ανατομικής σχετικός με την περιγραφή και την εξέταση τών τενόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + γραφία*] …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • βραχυτένων — ο (για ίππο) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση των καμπτηρών τενόντων και τα πρόσθια άκρα του κάμπτονται προς το γόνατο …   Dictionary of Greek

  • κριγμός — ο (Α κριγμός) [κρίζω] τριγμός νεοελλ. ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών… …   Dictionary of Greek

  • νευροκαβαλίκεμα — η κοινή ονομασία που δηλώνει α) τη μετατόπιση ή αναδίπλωση τών μυών ή τών τενόντων και το διάστρεμμα τών αρθρώσεων που προκαλείται από αυτήν β) τη φλεγμονή ή ρήξη τού τένοντα …   Dictionary of Greek

  • νυστέρι — Χειρουργικό μαχαιρίδιο που χρησιμοποιείται για την τομή των ιστών. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα αρχαιότερα ιατρικά εργαλεία είναι γνωστές ακριβείς περιγραφές του από τη χειρουργική των αρχαίων Ελλήνων και των Ινδών. Ν. βρέθηκαν και στις… …   Dictionary of Greek

  • παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …   Dictionary of Greek

  • παρώλοφα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἀπὸ τῶν τενόντων μέρη» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”